Ελληνικές λέξεις ... στην αγγλική γλώσσα
Plutonomy (πλουτόνομυ) πολιτική οικονομία,οικονομολογία
2. η επιστήμη της παραγωγής και διάθεσης του πλούτου
< πλούτος + νόμος - plutonomic - plutonomist
(πλουτόνομιστ) οικονομολόγος
2. η επιστήμη της παραγωγής και διάθεσης του πλούτου
< πλούτος + νόμος - plutonomic - plutonomist
(πλουτόνομιστ) οικονομολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου