Ελληνικές λέξεις ... στην αγγλική γλώσσα
Parallax (πάραλαξ) παραλλαγή, παράλλαξη, διαδοχή, 2. εμφανής αλλαγή θέσης ενός αντικειμένου σε σχέση με άλλα αντικείμενα, όταν τα βλέπουμε από διαφορετικά σημεία, 3. η διαφορά μεταξύ της θέσης ενός αστεριού, όπως αυτό βλέπεται από την επιφάνεια της γης και εκείνη που θα είχε, αν αυτό βλέπονταν από το κέντρο της γης ή του ήλιου & παραλλάξ εναλλάξ, διαδοχική κίνηση & παραλλάσω, αλλάζω, διαφοροποιώ parallactic
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου