Ελληνικές λέξεις ... στην αγγλική γλώσσα
... esoteric (εσοτέρικ) εσωτερικός, ιδιωτικός, αυτός που διδάσκεται σε περιορισμένο αριθμό, 2.κρυμένος, μυστικός, λαθραίος & εσωτερικός αυτός που ανήκει στα έσω esoterically - esotericism (εσοτέριζμ) εσωτερισμός, αποκρυφυσμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου