Ελληνικές λέξεις ... στην αγγλική γλώσσα
Caper (κέηπερ) κάππαρις < κάππαρις το φυτό και ο
καρπός
Capnomancy (καπνόμανσυ) καπνομαντεία, μαντεία με τη
χρήση καπνού < καπνός + μαντεία
καρπός
Capnomancy (καπνόμανσυ) καπνομαντεία, μαντεία με τη
χρήση καπνού < καπνός + μαντεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου