Philosofy
(φιλόσοφυ)
Φιλοσοφία,
η ζήτηση της αλήθειας της φύσης των όντων
2. η επιστήμη που εξετάζει τα όντα, τις αρχές και τα αίτια τους.
3. φιλοσοφικότητα, απάθεια, εγκαρτέρηση, το ασυγκίνητο < φιλοσοφία η αγάπη της γνώσης, μεθοδική έρευνα philosopheme (φιλοσοφίμ) φιλοσόφημα philosopher (φιλόσοφερ) φιλόσοφος, ο ειδικός ή ο αφιερωμένος στη φιλοσοφία philosophic, cal (φιλοσόφικ,-καλ) φιλοσοφικός , αυτός που αναφέρεται, είναι κατάλληλος ή σύμφωνος προς τη φιλοσοφία 2. βασισμένος στην πρακτική σοφία. 3. ήρεμος, ψύχραιμος philosophically - philosophism (φιλόσοφισμ) φιλοσοφισμός philosophist (φιλόσοφιστ) φιλόσοφος philosophistic-philosophize (φιλόσοφάιζ) φιλοσοφώ, σκέπτομαι ή προβληματίζομαι σα φιλόσοφος philosophizer (φιλοσοφάιζερ)αυτός που φιλοσοφεί.
Επιλέγει η Κ.Β
Ομάδα facebook: ''Ελληνική Γλώσσα''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου