Εmphasis
(έμφασις)
Έμφαση,
Ο ιδιαίτερος τονισμός λέξεων ή φράσεων που ο ομιλητής θέλει
το ακρωτήριο του να προσέξει ιδιαίτερα.
< έμφασις τονισμός
το ακρωτήριο του να προσέξει ιδιαίτερα.
< έμφασις τονισμός
emphasize (εμφασάιζ) δίνω έμφαση, τονίζω, δηλώνω εμφαντικά.
emphatic (εμφάτικ) εμφαντικός, κατηγορηματικός
emphatically - emphaticalness (εμφατίκαλνες)
εμφατικότητα.
emphatic (εμφάτικ) εμφαντικός, κατηγορηματικός
emphatically - emphaticalness (εμφατίκαλνες)
εμφατικότητα.
Επιλέγει η Κ.Β
Ομάδα facebook: ''Ελληνική Γλώσσα''
https://www.facebook.com/groups/214973539870/?fref=ts
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου