Γ. Η ταξινόµηση των επιθυµιών σε τρία επίπεδα: όλες οι
επιθυµίες, κατά τον Επίκουρο, είναι είτε φυσικές και αναγκαίες, είτε φυσικές
αλλά µη αναγκαίες ή µη φυσικές και µη αναγκαίες. Πώς νοείται όµως η παρέγκλισις
στα πλαίσια της ηθικής φιλοσοφίας του Επίκουρου; Η παρέγκλισις λαµβάνει χώρα ως
πηγή της ανθρώπινης ελευθερίας: συµπλέει µε την ελευθερία της βούλησης µέσα σε
µία γλωσσική κοινότητα, που επιβάλλει η χρήση της κοινής φυσικής γλώσσας. H
διεργασία αυτή στη συνέχεια νοηµατοδοτεί το πλαίσιο της φιλοσοφικής αναζήτησης.
Με την αρχή της ηδονής ενισχύονται οι πράξεις σε συνειδητή και βουλητική
σφαίρα, µε αποτέλεσµα να γίνονται πραγµατικά εκούσιες και εν µέρει ελεύθερες
πράξεις της ανθρώπινης βούλησης. ∆. Η ηδονή δρα ως κριτήριο για κάθε πράξη
πρόσθεσης ή αφαίρεσης. Η συνειδητή ανθρώπινη πράξη προσδιορίζεται από την ορθώς
και σε βάθος ερµηνεία της φύσης. Η δε ηδονή, ως κριτήριο της ανθρώπινης δράσης,
υποδηλοί την επιπλέον διάσταση της συνείδησης και της ελεύθερης βούλησης,
στοιχείων που ορίζουν την τοπική της αυτονοµίας. Συγχρόνως, αποτελεί και ένα
µέτρον µε το οποίο κρίνεται κάθε αγαθόν. Ε. Η ηδονή, η οποία οδηγεί στην
ευδαιµονία, είναι άρρηκτα δεµένη µε τις αρχαιοελληνικές αρετές: Τη σοφία , την ἐγκράτεια
, την ἀνδρεία και τη δικαιοσύνη. Για τον Επίκουρο, οι αρετές αυτές δεν
νοηµατοδοτούνται έξωθεν, ή αφ’ εαυτών, αλλά από την ηδονή η οποία δηµιουργείται
και ολοκληρώνεται µέσα στον άνθρωπο. Ζ. Η αρετή στον Επίκουρο δεν αποτελεί
τέλος, αλλά µέσον προς ένα τέλος: δεν αποτελεί τίποτε το καθ’ εαυτό, αλλά
δύναται επωφελώς να συµβάλει στο ουσιαστικό τέλος της ηδονής. Σε ηθικό επίπεδο,
κατά την επικούρεια προσπάθεια επίτευξης της ηδονής, της ἀταραξίας , ο
επικούρειος άνθρωπος συνειδητοποιεί την αυτονοµία του. Ελευθερώνεται από τον
πόνο, τη λύπη και τη διαφορά και απαλλάσσεται από τα πάθη εν γένει. Η συνείδηση
της αταραξίας αποτυπώνει την καθοριστική πτυχή της επικούρειας αυτονοµίας,
ελευθερίας. Στο πρώτο κεφάλαιο του Β΄ µέρους η εργασία προχωρεί στη διερεύνηση
της φυσικής του Επίκουρου, η οποία συνδέεται µε το ρόλο και τη λειτουργία της
ηθικής φιλοσοφίας. ∆ε βλέπει, δηλαδή, ο Επίκουρος τη γνώση της φύσης ως
αυτοσκοπό, παρά ως µ ία θεώρηση-λειτουργία, η οποία εντάσσεται στην προσπάθεια
προσέγγισης της ανώτερης ηθικής στόχευσης. Μέσα από την ερµηνεία του φαινόµενου
κόσµου προβαίνει στην κοινωνικοποίηση της φύσης, διότι
και µέσα από αυτήν η σκοποθέτησή του είναι µία και
αδιαίρετη. H ανάδειξη του µ ακαρίως ζῆν , της ἀταραξίας, της αυτοσυνειδησίας,
της αυτονοµίας του ανθρώπου και όχι η γνώση της φύσης καθ’ εαυτήν. Ειδικότερα,
το κεφάλαιο αυτό εξετάζει: Α. Τη διαφορά στις θεωρητικές απόψεις του ∆ηµόκριτου
και του Επίκουρου ως προς το υπάρχον της γνώσης και της αλήθειας του
πραγµατικού, το οποίο πραγµατώνεται στη διαφορετικότητα της επιστηµονικής
πρακτικής των δύο αυτών φιλοσόφων. Στην αρχή του ∆ηµόκριτου, (άτοµα-κενό), η
οποία δεν υφίσταται στον κόσµο του αισθητού, ο Επίκουρος αντιπαραβάλλει τον
κόσµο της αισθητηριακής αντίληψης, ο οποίος αποτελεί υποκειµενική επίφαση και
θεωρείται αυθύπαρκτα πραγµατικός. Ο ∆ηµόκριτος αποδέχεται την κατηγορία της
αναγκαιότητας ( εἱ µ αρ µ ένην ), ενώ ο Επίκουρος την κατηγορία της
τυχαιότητας, και η διαφορά αυτή έχει ως συνέπεια τον τρόπο ερµηνείας των
επιµέρους φυσικών φαινοµένων. Η φύση, που διέπεται από το πεπερασµένο, δηλαδή
την αναγκαιότητα, καταδεικνύεται ως σχετική αναγκαιότητα, ως ντεντερµινισµός. Η
σχετική αναγκαιότητα συνάγεται µόνον από την πραγµατική δυνατότητα, µε την
παρέµβαση των οποίων ενεργεί η ανωτέρω αναγκαιότητα. Η πραγµατική δυνατότητα
αποτελεί την αναλυτική εκφορά της σχετικής αναγκαιότητας. Αυτήν ακριβώς
χρησιµοποιεί ο ∆ηµόκριτος. Β. Την παρέγκλισιν-ελευθερία βούλησης και πράξης. Ο
Επίκουρος αταλάντευτα προχωρεί προς την τοπική της αυτοσυνειδησίας και της
συναφούς µ’ αυτήν αυτονοµίας, καταλύοντας κάθε µορφή τελεολογίας. Συγκεκριµένα,
η σχετική ύπαρξη, η οποία αντιπαρατίθεται στο άτοµο, η συγκεκριµένη παρουσία,
την οποία αυτό πρέπει να αρνηθεί, είναι η ευθεία γραµµή. Η µη αποδοχή αυτής της
κίνησης είναι µία άλλη κίνηση, η παρέγκλισις του ατόµου από την ευθεία γραµµή.
Το άτοµο είναι αυτοτελές σώµα, τα οποίο κινείται σε πλάγια γραµµή. Κατά
συνέπεια, η πτωτική ευθεία κίνηση καταδηλοί την έλλειψη αυτοτέλειας του
ατόµου-σηµείου, η δε η αφηρηµένη ατοµικότητα είναι η ελευθερία από τη
σχετική-συγκεκριµένη ύπαρξη και όχι η ελευθερία µέσα στην ίδια την ύπαρξη. ∆εν
δύναται, δηλαδή, να δράσει εντός των πλαισίων της ύπαρξης. Η παρέγκλισις
καταδηλοί την οδό του ανθρώπου προς την αυτοπροσδιοριστία, την απόκτηση µίας
αυτονοµίας, µίας ελευθερίας µε όλες τις ανθρωπολογικές της διαστάσεις. Γ. Την
κοσµολογία, τη θεωρία των µετεώρων (την ψυχή της επικούρειας φυσικής
φιλοσοφίας) στην οποία θα παρουσιαστεί µε σαφήνεια ότι τίποτε δεν είναιενιαίο και αδιαίρετο, εποµένως αιώνιο και θείο, αν
υπερβαίνει τα όρια της φυσιολογίας και οδηγεί στο σκότος του µύθου. Ο Επίκουρος
δεν αντιµετωπίζει µε φόβο και σεβασµό τα ουράνια σώµατα, δεν αποδέχεται ότι
υπάρχει αδήριτη αναγκαιότητα, που διέπει δήθεν την πορεία των ουρανίων σωµάτων,
και υιοθετεί την πολλαπλώς ερµηνεία: Η µελέτη των φυσικών φαινοµένων έχει
υψίστη σηµασία για τους επικούρειους, διότι και καθιστά τον άνθρωπο κύριο των
πράξεων του στην απελευθέρωση από τους φόβους, στην ἀταραξία , την αυτονoµία.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναδεικνύεται η κύρια στόχευση του Επίκουρου: να
προσεγγίσει το ύψιστο αγαθό, το τέλος, την αταραξία, την αυτονοµία του
ανθρώπου, η οποία επιτυγχάνεται µέσω της επικούρειας επαγγελίας της αποδοχής
του φόβου του θανάτου, της παραδοχής δηλαδή της θνητότητας: Α. α. «Ὁ θάνατος οὐθὲν
πρὸς ἡµᾶς». Ο Επίκουρος, µέσω της οντογνωσιολογίας, καταδεικνύει ότι θάνατος
είναι η άρνηση της ζωής. Η ζωή προϋποθέτει αντίληψη, αίσθηση, συναίσθηµα και
συνείδηση. O θάνατος σηµαίνει την πλήρη απουσία τους. β. ∆εν υπάρχει θάνατος
στη ζωή– µόνο πόνος. Ακόµη κι αν ήταν επώδυνη η στιγµή του θανάτου, η προσµονή
µίας οδυνηρής κατάστασης είναι, για τον Επίκουρο, ανόητη. γ. Η ίδια η θνητότητα
πρέπει να αντιµετωπίζεται µε φιλοσοφική διαύγεια, «όταν ο θάνατος είναι παρών,
εγώ δεν είµαι πια παρών», ώστε να καθίσταται πηγή δύναµης και απελευθέρωσης. B.
Ψυχή-διάνοια και σώµα. Η αποδοχή της αθανασίας είναι για τον Επίκουρο κενή και
µάταιη. «Τίποτε δεν ακολουθεί το είναι, παρά µόνο το µη είναι». Η σύσταση, η
φύση της ψυχής αποδεικνύει ότι η ζωή δεν είναι αέναη και ότι ο θάνατος είναι
προδιαγεγραµµένος. α. Καταδεικνύεται η ατοµική σύνθεση της ψυχής. Η απόδειξη
της υλικότητας και της θνητότητας της ψυχής και του νου µέσω και της ανυπαρξίας
της αίσθησης µετά θάνατον έχει τεράστια σηµασία, κατά την επικούρεια φιλοσοφία,
διότι αποτελεί έναν από τους κυριότερους φόβους, που παρακωλύουν την κατάκτηση
της αταραξίας, της αυτονοµίας. β. Ο Eπίκουρος προχωρεί στη διαίρεση της ψυχής
στην ψυχήν, την άλογη, mindless ζωή (anima) και στο λογικόν, τη διάνοια
(animus). Και οι δύο είναι δοµηµένες από τους τέσσερεις (ή τρεις) τύπους των
ατόµων της ψυχής, αλλά η animus εστιάζεται στο στήθος.
Φωτεινή Κακόγιαννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου