18/2/11

"Ελπιδοχώρι" σε δυο συνέχειες ...

Η Αρχετυπική Έλευση

η αρχετυπική έλευση

Πέμπτη, 17 Φεβρουαρίου 2011


"Ελπιδοχώρι" σε δυο συνέχειες



Είχε αναγγελθεί: τον Οκτώβριο στο Ελπιδοχώρι σεμινάριο μιας εβδομάδας.
Εκείνες τις μέρες η Αργολίδα ήταν μέσα στο νερό της βροχής.
Ήταν βράδυ Παρασκευής. Η πολλή δουλειά είχε γίνει. Εκείνη την ώρα συγκεντρωμένοι στον ευρύ χώρο του εστιατορίου μετά το φαγητό, γινόταν η συζήτηση για τρόπους θέρμανσης εσωτερικών χώρων με αποφυγή απωλειών ενέργειας.

Όλο το σεμινάριο, τότε, ήταν ευκαιρία συνάντησης ιδεών, γνώσεων, διαφορών από γενιά σε γενιά, τύπων φυσικής δόμησης, εθελοντισμού, κεφιού, συζητήσεων με προεκτάσεις.
Και όλα αυτά με πολλή λάσπη. Λάσπη σκέτη απ’ τη βροχή, λάσπη με άμμο, λάσπη με άχυρο. Λάσπη στα πόδια, στα χέρια, στα ρούχα, στους τοίχους.
Οι εργαζόμενοι δεν την «πετούσαν»∙ τη δούλευαν και έπλαθαν, δημιουργούσαν. Τη λάσπη την πετάνε οι άλλοι στην κοινωνία των επωνύμων.

Δεν αποκλείω, ότι μπορεί και κάποιοι από τους διάφορους επισκέπτες με την πολλών ειδών περιέργεια, να επιχείρησαν να την πετάξουν στα μούτρα των πρωτεργατών.
Ήταν, τότε, ένα σεμινάριο που από την πλευρά των νέων έτεινε στην απαξίωση του συστήματος συναλλαγών και στην καταδίκη της συμφεροντολογικής και φίλαυτης νοοτροπίας που κυριαρχεί στην κοινωνία. Απ’ τη άλλη πλευρά ήταν παρόν και το οικονομικό συμφέρον. Ο ανυστερόβουλος εθελοντισμός εδώ και υπολογισμός του προσωπικού κέρδους εκεί.

Συνυπήρχαν και συνεργάζονταν οι εκπρόσωποι των διαφόρων κινημάτων οικολογικής αντίληψης. Τα παραδείγματα παρόντα για όποιον κρατούσε ανοιχτά τα μάτια.
Η επεξεργασία της ύλης και - για πολλούς - η ανακάλυψη των ιδιοτήτων της, η αντοχή και η συμπεριφορά της στις διάφορες καιρικές συνθήκες.
Δούλευαν τη μια στον τοίχο του κομπ, την άλλη απλώνοντας το επίχρισμα στο αχυρόσπιτο. Χαλαρά, ευχάριστα, αλλά με κίνητρο τη δημιουργία. Ζύμωναν τη λάσπη με τα πόδια στο ρυθμό του ρόκ, ή του θρακιώτικου χορού. Παντού, βέβαια, η παρουσία του αρχιτέκτονα, ο οποίος προγραμμάτιζε, εξηγούσε, μεθόδευε, παρακινούσε και το βράδυ δίδασκε. Στο κλείσιμο της εβδομάδας εργασίας άκουσα να τον φωνάζουν δάσκαλο. Πιο πριν μέσα στη δουλειά τον φώναζαν Βασίλη. Για τους εθελοντές εργαζόμενους ήταν και ο Βασίλης και ο Δάσκαλος.

Και ανάμεσα σε όλα τα χτίσματα και σε όλους τους χτίστες ο σεβασμός στη φύση.
Δούλευαν ευχαριστημένοι που μάθαιναν. Δούλευε ο καθένας σύμφωνα με τη δική του πρωτοβουλία, ανάλογα με τη δική του αντοχή, ή τα δικά του κέφια της στιγμής.
Ο Βασίλης συντόνιζε, αλλά δεν καταλάβαινες ότι είχες ακόμα μια εξουσία του ενός δυνάστη πάνω από το κεφάλι σου. 

Το Σάββατο, σαν η εργασία είχε προχωρήσει, έβαλαν οι νέοι το θέμα της συνέχισης της εκπαίδευσής τους και της εθελοντικής, πάλι, επανάληψης της εργασίας τους, όπου θα χρειαζόταν. Και ετοιμαζόταν για τη Σαμοθράκη για το σπίτι του Θεοδόση.
Δυο όρους βάλανε: ο πρώτος το δικαίωμα στον κάθε άνθρωπο να αποκτήσει το σπίτι του. Και δεύτερος όρος, ο εθελοντισμός και όχι η ανίερη συναλλαγή της κοινωνίας: τι μου δίνεις, να σου δώσω;

Κι όμως ήταν φανερή η ανάγκη κάποιος να θυμίσει, πως, αν και το δικαίωμα απόκτησης στέγης είναι προφανές, εντούτοις και το άχυρο, και τα καδρόνια και αυτή, ακόμα, η λάσπη είχαν κοστίσει σαν πρώτες ύλες και τα καρφιά και τα μονωτικά υλικά∙ και ότι χρειάστηκαν χρήματα για να αγοραστούν.
Ο εθελοντισμός ήταν από κει και πέρα, στην κατασκευή. Σημαντικό μάθημα κι αυτό.
Είχε πει την Παρασκευή το βράδυ ο αρχιτέκτονας: είναι «ύβρις» το να πιστεύει ο άνθρωπος, πως μπορεί να αλλάξει το κλίμα του πλανήτη. Και χάρηκα που διαλέχτηκε αυτή η αρχαιοελληνική λέξη, η οποία με τη δύναμή της απέδιδε τόσο χαρακτηριστικά την αλαζονική έπαρση των ανθρώπων. Εκείνων που, καθώς έρπουν στο σκοτάδι της αγνωσίας, φαντάζονται πως κοντεύουν να εξισωθούν με το Δημιουργό του κόσμου, αν, εξάλλου, έχουν διατηρήσει την πίστη τους προς κάποια υπέρτατη δημιουργική Δύναμη.
Και σαν σκοτείνιαζε κάποιοι απομονώνονταν με τον έρωτά τους∙ είτε με την αγαπημένη τους ψυχή, είτε με την αγάπη της ψυχής τους. Άλλοι με τον εαυτό τους μέσα στη φύση και άλλοι σε μικρές παρέες σχολίαζαν τα καθημερινά.

Από κάπου ακούγονταν πνιχτές κουβεντούλες και από κάπου νότες φλάουτου.
Αυτά πριν από κάποιους μήνες.
Δεν ξέρω τι έμεινε στον καθένα, από όσους συμμετείχαν τότε στο χτίσιμο. Τα ξαναθυμήθηκα χθες στο φύτεμα των δέντρων στο ίδιο κτήμα. Από το πρωί ως τις τρεις προετοιμάζαμε τους λάκκους για τα δέντρα. Από τις τρεις και μετά, καθώς άρχισε αστρολογικά η νέα μέρα με την καθοδική σελήνη, ώσπου έδυσε ο ήλιος φυτεύαμε. Με τα παρασκευάσματα της ομοιοδυναμικής για ράντισμα και βάφτισμα των ριζών, το προσεχτικό βάθος στο φυτό, ώστε η «καρδιά» του να μη χαθεί μέσα στο χώμα, με το κομπόστ, με το νερό και με τα απαραίτητα ιχνοστοιχεία από κατάλληλα πετρώματα. Είχαμε τον Μάριο για τις κατάλληλες οδηγίες και την ενημέρωσή μας για τις λεπτομέρειες του φυτέματος, του κλαδέματος, της φροντίδας των ριζών. Είχαμε την προσευχή για το μέτρημα του χρόνου, το χιούμορ, το κέφι, το μαγειρεμένο φαγητό στο πεζούλι του μεγάλου πουρναριού, δίπλα στο εκκλησάκι. Τα δέντρα χαίρονταν μαζί μας.

Σκοτείνιαζε, πια, όταν αποχαιρετήσαμε την Ερατώ για τα σπίτια μας. Καθώς απομακρυνόμασταν το μάτι μας χαιρόταν την εικόνα των δέντρων, που στερεωμένα στις θέσεις τους άνοιγαν κατά τον ουρανό το σπειροειδή σχηματισμό τους και περίμεναν την επόμενη βροχή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου