ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΗΣ ΜΠΑΛΤΣΑ

Η διάσημη Ελληνίδα μέτζο-σοπράνο δεν παραλείπει να μιλά για την Ελλάδα κάθε φορά που συναντά ανθρώπους του τύπου. «Είμαι υπερήφανη και ευγνώμων που γεννήθηκα σε αυτή την ευλογημένη χώρα, την Ελλάδα», είπε το 2015, μετά τη μεγαλειώδη συναυλία της με ελληνικά τραγούδια, στην Κρατική Όπερα της Βιέννης, όπου αποθεώθηκε από ένα γοητευμένο ακροατήριοφιλόμουσων Βιενέζων.
Η Αγνή Μπάλτσα κουβαλά μέσα της την Ελλάδα κάθε φορά που διαλέγει τραγούδια των Μίκη ΘεοδωράκηΜάνου ΧατζιδάκιΣταύρου ΞαρχάκουΒασίληΤσιτσάνη και Σπύρου Περιστέρη. Και δεν παραλείπει κάθε φορά να δηλώνει πως είναι υπερήφανη που της δόθηκε η ευκαιρία να ξανατραγουδήσει πάλι αυτά τα τραγούδια, «τα οποία είναι η μεγάλη κληρονομιά μας».

Γεννημένη στη Λευκάδα τον Νοέμβριο του 1944, η Αγνή Μπάλτσα θεωρείται η «σπουδαιότερη δραματική μεσόφωνος της εποχής μας», κάτι που της είχε αναγνωρίσει ο ίδιος ο μεγάλος μαέστρος του 20ού αιώνα, Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, από τα πρώτα χρόνια της μακρόχρονης συνεργασίας τους.

Η είδηση της συνεργασίας της με την Εθνική Λυρική Σκηνή και της αφιλοκερδούς συμμετοχής της στο εναρκτήριο έργο της Λυρικής στις νέες της εγκαταστάσεις στο Φάληρο, στην Ηλέκτρα του Στράους σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου, δημιούργησε αμέσως αναμονή, αλλά έφερε στο νου των παλαιότερων, την αλησμόνητη εμφάνισή της στο Ηρώδειο, στην «Κάρμεν», με την Όπερα της Ζυρίχης και τον Χοσέ Καρέρας – Δον Χοσέ, στο Φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι του 1984. Το κοινό όμως την αποθέωσε, τη λάτρεψε όχι μόνο στην όπερα, αλλά και μέσα από τις συναυλίες της με τα «Τραγούδια της Πατρίδας μου» υπό τη διεύθυνση του Σταύρου Ξαρχάκου.

Η Αγνή Μπάλτσα ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε ηλικία έξι ετών. Μελέτησε στον Μουσικοφιλολογικό Όμιλο Ορφέα Λευκάδας, τραγουδώντας στη Χορωδία του και παίρνοντας μέρος σε όλες τις συναυλίες του είτε ως χορωδός, είτε ως σολίστ (υπό τους Δημ. Βλάχο και Ν. Θάνο-Μορίνα). Συνέχισε σπουδές στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών (με τη Ν. Φραγκιά Σπηλιοπούλου) και αποφοίτησε το 1965. Στο μεταξύ, το 1964 πήρε το 3ο βραβείο στον διεθνή Διαγωνισμό του Βουκουρεστίου και στη συνέχεια (Ιανουάριος 1965) της απενεμήθη στην Αθήνα η υποτροφία “Μαρία Κάλλας“. Συνέχισε σπουδές στις Μουσικές Ακαδημίες του Μονάχου και της Φρανκφούρτης (στο «στούντιο» της εκεί Όπερας). Εκτός από φωνητική, σπούδασε επίσης θεατρική υποκριτική και γερμανική λογοτεχνία.
Στη Βιέννη, έμελλε να διαπρέψει αργότερα ως κορυφαία πρωταγωνίστρια για ολόκληρες δεκαετίες, να ανακηρυχθεί επίτιμο μέλος της φημισμένης Κρατικής Όπεράς της, που της απένειμε τον σημαντικότερο τίτλο στο χώρο του λυρικού θεάτρου, εκείνον της «Κάμερζενγκεριν».

Η Μπάλτσα έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1968 στην Όπερα της Φρανκφούρτης με το έργο Οι Γάμοι του Φίγκαρο (του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ) και ακολούθησε το έργο Der Rosenkavalier του Ρίχαρντ Στράους στην Όπερα της Βιέννης το 1970. Με την καθοδήγηση του Χέρμπερτ φον Κάραγιανγρήγορα τράβηξε την προσοχή του κόσμου και άρχισε να κάνει τακτικές εμφανίσεις στο αναγνωρισμένου κύρους φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ.

Εμφανίσθηκε στις μεγάλες όπερες του Βερολίνου, της Βιέννης, του Μιλάνου, του Μονάχου, της Νέας Υόρκης, του Σικάγου κ.α. Η πιο γνωστή της ερμηνεία είναι στην Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ, την οποία έχει επαναλάβει πολλές φορές, τις περισσότερες με τη συνοδεία του Χοσέ Καρρέρας.

Έχει ερμηνεύσει έργα των Μότσαρτ (Ο Γάμος του Φίγκαρο, Έτσι Κάνουν Όλες), Ροσίνι (Ο Κουρέας της Σεβίλλης, Μια Ιταλίδα στο Αλγέρι), Μασκάνι (Καβαλερία Ρουστικάνα), Βέρντι (Αϊντα, Η Δύναμη του Πεπρωμένου, Τροβατόρε, Ντον Κάρλος), Μπελίνι (I Capuleti e i Montecchi), Στράους (“Ηλέκτρα”). Εμφανίστηκε σε σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρώπης, στις ΗΠΑ, στη Λατινική Αμερική, την Ιαπωνία. Εκτός από το κλασικό ρεπερτόριο, μεγάλη απήχηση είχαν και οι συναυλίες της με τα «Τραγούδια της Πατρίδας μου» υπό τη διεύθυνση του Σταύρου Ξαρχάκου.
Στην «ευλογημένη χώρα», όπως αποκαλεί την Ελλάδα επιστρέφει για τις εμφανίσεις της στη Λυρική. Και θα μιλήσει άλλη μια φορά για τον τόπο στον οποίο γεννήθηκε, τον τόπο με τον οποίο είναι «ερωτευμένη», την πατρίδα της, τη Λευκάδα «Η Λευκάδα πάντα υπάρχει στην καρδιά μου», έχει δηλώσει ξανά και ξανά, «βρίσκω καταπληκτικό οι άνθρωποι να εξακολουθούν να θέλουν να έρθουν για να με δουν, για να με ακούσουν. Ίσως αυτό να συμβαίνει επειδή πάντοτε σεβάστηκα το κοινό, σεβάστηκα τον εαυτό μου. Είναι μεγάλη ευθύνη, μεγάλος φόβος, αλλά μου δίνει και μεγάλη δύναμη. Η επαφή με το κοινό είναι μια ερωτική ιστορία».
Κάρμεν, με τον Χοσέ Καρρέρας, Σάλτσμουργκ, 1985
Κάρμεν, με τον Χοσέ Καρρέρας, Σάλτσμπουργκ, 1985
Το «μαργαριτάρι στο περιδέραιο της Όπερας» όπως την έχουν αποκαλέσει οι Γερμανοί κριτικοί, λάτρεψαν και οι διασημότεροι  αρχιμουσικοί του κόσμου από τον Ευγένιο Γιόχουμ, τον Καρλ Μπάιμ, τον Νέλο Σάντι μέχρι τον Κάραγιαν, τον Μπερνστάιν, τον Αμπάντο, τον Σινόπολι και πολλούς άλλους. Όταν τραγούδησε την Κάρμεν, στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, ξεσήκωσε φρενίτιδα ενθουσιασμού σε κοινό και κριτικούς. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε μόλις το 1984 (“Κάρμεν” με την Όπερα της Ζυρίχης) και από τότε ακολούθησαν αρκετές εμφανίσεις (1987, 1988, 1993, 1994, 1995) και εξαιρετικά επιτυχημένες συνεργασίες με το ΜΜΑ.
Πλουσιότατη είναι επίσης και η δισκογραφία της (ξεπερνούν τις 60 οι εξαιρετικές ηχογραφήσεις της, μεταξύ των οποίων στις όπερες του Μότσαρτ: «Ο Ασκάνιος στην Άλμπα» 1976, «Ο Μαγικός Αυλός» 1980, «Έτσι κάνουν όλες» 1982, «Ιδομενεύς» 1983, «Οι γάμοι του Φίγκαρο» 1985, «Ντον Τζιοβάννι» 1985, «Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου» 1991, στις όπερες του Ροσσίνι: «Ο Κουρέας της Σεβίλλης», «Σταχτοπούτα», «Η Ιταλίδα στο Αλγέρι», στις όπερες του Ντονιτσέττι «Μαρία Στιούαρτ» και «Το Κουδουνάκι», στους «Καπουλέτους και Μοντέκους» του Μπελλίνι, στην όπερα «Σαμψών και Δαλιδά» του Σαιν-Σάνς, στην «Καβαλλερία Ρουστικάνα» του Μασκάνι, στην «Τζιοκόντα» του Πονκιέλλι, στις όπερες του Βέρντι «Αϊντα» και «Ντον Κάρλο», στις όπερες του Ρ. Στράους «Ο ιππότης με το ρόδο» και «Σαλώμη», στην «Κάρμεν» του Μπιζέ (και οι 5 προηγούμενες όπερες έχουν μαέστρο τον Φον Κάραγιαν), στη «Νυχτερίδα» του Γ.Στράους, κ.ά.

Όταν μιλά κάποιος για την Αγνή Μπάλτσα δε μιλά μόνο για την εξαίρετη φωνή, την άψογη τεχνική, την επιβλητική σκηνική παρουσία, την ερμηνευτική ευφυΐα και το εκτυφλωτικό της ταμπεραμέντο, αλλά για μια προσωπικότητα που σφράγισε την όπερα στην εποχή μας, για έναν άνθρωπο, με ψυχή, θάρρος και αστείρευτη ζωτικότητα, για μια καλλιτέχνη καθολικής διεθνούς αναγνώρισης.







Info: